Thank you, next, γιατί της αρέσουν τα σκυλάδικα.
Κοίτα, ο καθένας έχει τα γούστα του στη μουσική, και εγώ είμαι ανοιχτός σε πολλά είδη. Αλλά εδώ, η κατάσταση είχε ξεφύγει. Στην αρχή, όλα φαινόντουσαν νορμάλ – μιλούσαμε για μουσικές, μου έλεγε ότι ακούει “λίγο απ’ όλα”, και είπα μέσα μου “τέλεια, έχουμε επιλογές”. Μέχρι που φτάνει η μέρα που αποφασίζουμε να βγούμε σε ένα μαγαζί για να ακούσουμε μουσική.
Μου λέει “πάμε κάπου χαλαρά”, κι εγώ σκέφτηκα ότι εννοεί κάνα all-day bar ή κανένα live με έντεχνα. Τελικά καταλήγουμε σε ένα… σκυλάδικο! Και όχι απλώς να το αποδέχεται, αλλά να το απολαμβάνει στο φουλ. Με το που μπαίνουμε, αρχίζουν τα ντεσιμπέλ, τα λουλούδια να πετάγονται στον αέρα, και εκείνη να φωνάζει “Αυτά είναι!”.
Όσο προσπαθούσα να επιβιώσω από το τσιφτετέλι που είχε ξεκινήσει δίπλα μας, εκείνη χοροπηδούσε με ενθουσιασμό. Ήξερε όλα τα τραγούδια απέξω! Μιλάμε, έκανε παραγγελιές, τραγουδούσε με πάθος και το ζούσε όσο δεν πάει. Εγώ ήμουν εκεί, να αναρωτιέμαι πώς έφτασα σε αυτό το σημείο. Κοίτα, δεν έχω τίποτα με όσους ακούνε σκυλάδικα, αλλά δεν είναι για μένα. Όλη αυτή η υπερβολή με τα λουλούδια, τα παραγγελμένα τραγούδια και τα «όπα!» δεν ήταν η φάση μου.
Προσπάθησα να το δω χαλαρά, να σκεφτώ ότι δεν χάθηκε ο κόσμος. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτή η βραδιά. Κάθε φορά που την έβλεπα να ανοίγει το YouTube ή να βάζει μουσική στο αυτοκίνητο, το πρώτο τραγούδι που έπαιζε ήταν το “Ανεμώνα” ή κάποιο άλλο με αντίστοιχο στίχο. Και το χειρότερο; Έβλεπα πόσο το ζούσε, το πόσο ήθελε να με παρασύρει κι εμένα σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά δεν ταίριαζε, απλά δεν μπορούσα να το αντέξω.
Έτσι, κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσαμε να πάμε μακριά. Όσο κι αν προσπάθησα να δεχτώ τα γούστα της, τα σκυλάδικα ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή. Ήταν σαν να ήμασταν σε δύο διαφορετικούς πλανήτες.
Thank you, next, γιατί δεν μπορώ να ακούω κάθε μέρα «Αχ, ψυχή μου!» στα μεγάφωνα.